- ξώπορτα
- ηβλ. εξώπορτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(ε)ξώπορτα — η η εξώθυρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξώπορτα — και ξώπορτα, η (Μ ἐξώπορτα) η θύρα τής εξωτερικής εισόδου τού σπιτιού μσν. η είσοδος (χωρίς κιγκλίδωμα) στον περίβολο τού σπιτιού … Dictionary of Greek